- Πτολεμαεῖον
- Πτολεμαεῖονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πτολεμαείον — τὸ, Α [Πτολεμαῑος] τέμενος στη Ρόδο αφιερωμένο στον Πτολεμαίο … Dictionary of Greek